κατεβατό

κατεβατό
το страница (текста)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κατεβατό" в других словарях:

  • κατεβατό — το βλ. κατεβατός …   Dictionary of Greek

  • κατεβατός — ή, ό 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω: Έρχεται κατεβατός άνεμος από το βουνό. 2. το ουδ. ως ουσ., κατεβατό σημαίνει σελίδα βιβλίου, τετραδίου κ.ά.: Έχω να διαβάσω ένα κατεβατό ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβατός — καταβατός, ή, όν (AM) [καταβαίνω] μσν. 1. κατακόρυφος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν είδος καταρράκτη αρχ. 1. κατηφορικός, απόκρημνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταβατόν το κατεβατό …   Dictionary of Greek

  • καταιβατό — το βλ. κατεβατό …   Dictionary of Greek

  • κατεβατός — ή, ό [κατεβάζω] 1. αυτός που φέρεται προς τα κάτω, που κατεβαίνει ή που εκχύνεται από ψηλά 2. αυτός που φέρει προς τα κάτω, κατηφορικός 3. το ουδ. ως ουσ. το κατεβατό α) πυκνογραμμένη σελίδα βιβλίου, τετραδίου, επιστολής κ.λπ. β) μακροσκελής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»